ευρετικός

ευρετικός
-ή, -ό (ΑΜ εὑρετικός, -ή, -όν) [ευρετής]
ο ικανός, ο επιτήδειος να βρίσκει πράγματα που είναι δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα τεχνικά μέσα και όργανα
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ευρετική
επιστημονική αναζήτηση και συγκέντρωση πηγών και μνημείων τής ιστορίας
αρχ.
(για λόγο) αυτός που αναφέρεται σε έρευνες ή ανακαλύψεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὑρετικός — inventive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρετικά — εὑρετικός inventive neut nom/voc/acc pl εὑρετικά̱ , εὑρετικός inventive fem nom/voc/acc dual εὑρετικά̱ , εὑρετικός inventive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρετικώτερον — εὑρετικός inventive adverbial comp εὑρετικός inventive masc acc comp sg εὑρετικός inventive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρετικῶν — εὑρετικός inventive fem gen pl εὑρετικός inventive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρετικόν — εὑρετικός inventive masc acc sg εὑρετικός inventive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρετικαί — εὑρετικός inventive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρετικοῖς — εὑρετικός inventive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρετικοί — εὑρετικός inventive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρετικούς — εὑρετικός inventive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρετικωτέρους — εὑρετικός inventive masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”